ἔχονθ'

ἔχονθ'
ἔχοντα , ἔχω
check
pres part act neut nom/voc/acc pl
ἔχοντα , ἔχω
check
pres part act masc acc sg
ἔχοντι , ἔχω
check
pres part act masc/neut dat sg
ἔχοντι , ἔχω
check
pres ind act 3rd pl (doric)
ἔχοντε , ἔχω
check
pres part act masc/neut nom/voc/acc dual
ἔχονται , ἔχω
check
pres ind mp 3rd pl
ἔχοντο , ἔχω
check
imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επάξιος — α, ο (AM ἐπάξιος, ία, ον) 1. ο πραγματικά άξιος, ο αντάξιος, ο ισάξιος («ἔχονθ ἕκαστον τῆς δίκης ἐπάξια», Αισχύλ.) 2. αυτός που γίνεται κατ αξίαν, δικαίως, που αρμόζει, που πρέπει («ἐλευθέρα καλεῑ τὸ λοιπὸν καὶ γάμων ἐπαξίων τεύξει», Σοφ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • υποκόλπιος — ον, ΜΑ αυτός που βρίσκεται μέσα στην αγκαλιά κάποιου («μὴ τὸν ἐραστὴν εἶδες ἔχονθ ὑποκόλπιον ἄλλην;», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. αυτός που είναι κρυμμένος μέσα στην αγκαλιά ή κάτω από τη ζώνη κάποιου (α. «βιβλίδιον... πολλάκι φοιτήσεις ὑποκόλπιον», Ανθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”